- εσπεμπω
- ἐσπέμπωἐσ-πέμπω= εἰσπέμπω См. εισπεμπω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εισπέμπω — εἰσπέμπω και ἐσπέμπω (Α) 1. στέλνω μέσα ή κάπου 2. στέλνω κάποιον σε κάποιον άλλο εκ μέρους μου 3. (για ρήτορες) στέλνω στο δικαστήριο, δίνω οδηγίες … Dictionary of Greek